ἀθῳῶ

ἀθῳῶ
ἀθῳόω
to hold guiltless
pres subj act 1st sg
ἀθῳόω
to hold guiltless
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀθῴῳ — Ἄθῳος masc/neut dat sg Ἀθῷος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθῴῳ — ἀθῴ̱ῳ , ἀθῷος scot free masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθωώνω — (Α ἀθῳώ, όω) απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τόν κηρύσσω αθώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. τού ἀθῳόω < ἀθῷος. ΠΑΡ. ἀθῷωσις νεοελλ. αθωωτής] …   Dictionary of Greek

  • αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αθώωση — η (AM ἀθῴωσις) απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση τής αθωότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀθῳῶ ( όω), νεοελλ. αθωώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”